- φερέκαρπος
- φερέκαρποςyielding fruitmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φερέκαρπος — ον, Α αυτός που έχει ή παράγει καρπούς («σπέρματα φερέκαρπα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + καρπός (πρβλ. πολύ καρπος, ὠλεσί καρπος] … Dictionary of Greek
φερέκαρπον — φερέκαρπος yielding fruit masc/fem acc sg φερέκαρπος yielding fruit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερέκαρπα — φερέκαρπος yielding fruit neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερέκαρπε — φερέκαρπος yielding fruit masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερέκαρποι — φερέκαρπος yielding fruit masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
JO — filia Inachi fluvii, a Iove adamata, Epaphi ex illo mater, quam ob interventum Iunonis, ne agnosceretur, Iuppiter in iuvencam transformavit: Iuno tamen suspicata id quod res erat, vaccam eam a Iove sibi dono dari postulavit: quam cum accepisset,… … Hofmann J. Lexicon universale
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek